προϋπηρετώ

προϋπηρετώ
(ε) αμετ. служить прежде, раньше (где-л.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "προϋπηρετώ" в других словарях:

  • προϋπηρετώ — έω, Ν υπηρετώ προηγουμένως κάπου αλλού, σε άλλη θέση ή σε άλλον οργανισμό …   Dictionary of Greek

  • προϋπηρετώ — προϋπηρέτησα, υπηρετώ από πριν ή πριν από κάτι άλλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προπολιτεύομαι — Α (αποθ.) 1. κυβερνώ μία πόλη προηγουμένως, προϋπηρετώ στη διαχείρηση τών κοινών 2. κατέχω ανώτερο διοικητικό αξίωμα («προπολιτεύεται ἰδιώτης κύκλου βασιλικοῡ», Θεμίστ.) 3. (στον παρακμ.) προπεπολίτευμαι έχω ασκήσει άλλοτε διοικητικό έργο 4. (η… …   Dictionary of Greek

  • προστρατεύω — Α προϋπηρετώ στον στρατό. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + στρατεύω «υπηρετώ στον στρατό»] …   Dictionary of Greek

  • προϋπηρεσία — η, Ν [προϋπηρετώ] προηγούμενη υπηρεσία, υπηρεσία σε άλλον οργανισμό ή σε άλλη θέση ή αρμοδιότητα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»